- Aploid
- сущ.
геол. аплоид
Универсальный немецко-русский словарь. Академик.ру. 2011.
Универсальный немецко-русский словарь. Академик.ру. 2011.
υπεραπλοειδής — ές, Ν βιολ. (για κύτταρο ή οργανισμό) αυτός που περιλαμβάνει υπεράριθμα χρωματοσώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hyperhaploid < hyper (< υπερ * + (h)aploid (< απλ ους + είδος)] … Dictionary of Greek